-
1 θημών
A heap,ἠΐων θημῶνα.. καρφαλέων Od.5.368
;θ. ἀχύρων Arist.Mete. 344a26
;θημῶνα νηῆσαι Opp.H.4.496
, cf. Ph. ap. Eus.PE8.7: pl., Ph.2.97. -
2 θημών
-
3 θημων
-
4 καρφαλεος
См. также в других словарях:
θημών — θημών, ὁ (Α) σωρός («ὡς δ ἄνεμος ζαὴς ἠΐων θημῶνα τινάξῃ καρφαλέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τίθημι. Η αρχική σημασία «σωρός» εξειδικεύθηκε πολύ νωρίς σε «σωρός από θερισμένα στάχια»] … Dictionary of Greek